- γαλακτουργός
- γαλακτουργός, ο (Α)αυτός που παρασκευάζει φαγητά ή γλυκά με γάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα(-κτος) + -ουργός < έργον (πρβλ. ξυλουργός, ταλασιουργός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαλακτουργούς — γαλακτουργός making milkdishes masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτουργώ — γαλακτουργῶ ( έω) (Α) [γαλακτουργός] 1. φτιάχνω κάτι από γάλα, δηλ. τυρί κ.λπ. 2. (για τη μητέρα ή την τροφό) βγάζω, κατεβάζω γάλα … Dictionary of Greek